Τρίτη 11 Απριλίου 2017

ΟΤΑΝ ΕΠΑΝΕΣΤΑΤΗΣΑΝ ΟΙ ΜΩΑΒΙΤΕΣ


(Δ' Βασιλ. 3, 1 - 25)

Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλη

(1940-2009)


    Βρισκόμαστε στον ένατο π.Χ. αιώνα τότε που αντί για το ενιαίο βασίλειο τού Δαβίδ, έχουμε δύο: το βόρειο τού Ισραήλ με πρωτεύου­σα την Σαμάρεια, και το νότιο τού Ιούδα με πρωτεύουσα την Ιερουσα­λήμ.

Στο βόρειο βασίλειο υπάγονταν τότε και οι Μωαβίτες, συγγενική προς τους Εβραίους φυλή, που διέμεναν πάντα στα ανατολικά της Νε­κράς θάλασσας. Και κάθε χρόνο πλήρωναν σαν φόρο εκατό χιλιάδες αρνιά και εκατό χιλιάδες ακούρευτα κριάρια. Ο Μωσά (*), ο βασιλεύς των Μωαβιτών κάποια χρονιά αρνήθηκε να πληρώση τον κανονισμένο φόρο, πράγμα που σήμαινε επανάστασι. Και δεν άργησε σε λίγο να επέλθη η πολεμική σύρραξις.

Σ' αυτόν τον πόλεμο, τον μωαβιτικό, συνέβησαν γεγονότα μονα­δικά, που σαν τα μελετά ο ευσεβής αναγνώστης της Βίβλου, νοιώθει ιδιαίτερες συγκινήσεις. Πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε η παρέμβασις ενός μεγάλου προφήτου. Και τα νοήματα που κρύβονται εδώ έχουν βάθος και ομορφιά. Και τα διδάγματα είναι πλούσια. Αν και πρόκειται για πε­ριστατικά τού ένατου π.Χ. αιώνος, εν τούτοις προσφέρουν πολύ ενδια­φέροντα μηνύματα στον άνθρωπο τού εικοστού αιώνος. Γι' αυτό ας πα­ρακολουθήσουμε την ιστορία με προσοχή.

Οι Μωαβίτες επανεστάτησαν όταν πέθανε ο βασιλεύς τού Ισραήλ Αχαάβ. Ο διάδοχος του Ιωράμ έπρεπε να τιμωρήση τους επα­ναστάτες. Μόνος του όμως αισθανόταν αδύνατος και σκέφθηκε να ζητήση την βοήθεια του νοτίου βασιλείου, στο οποίο βασίλευε τότε ο ευ­σεβής Ιωσαφάτ. Έστειλε λοιπόν ανθρώπους στην Ιερουσαλήμ να βρουν τον βασιλέα και να τού εκθέσουν το θέμα.

Η απάντησις ήταν περισσότερο από ευχάριστη. «Έρχομαι να σε βοηθήσω. Η εκστρατεία αυτή είναι για μένα, ό,τι και για σένα. Είναι για το λαό μου, ό,τι και για τον λαό σου. Είναι για το ιππικό μου ό,τι και για το δικό σου ιππικό». Ένα τέτοιο μήνυμα από τον νότο ανεπτέρωσε το φρόνημα των Ισραηλιτών. Οι πολεμικές προετοιμασίες έλαβαν γοργό ρυθμό. Εν τω μεταξύ πληροφορήθηκαν ότι θα βοηθούσε και ο βασι­λεύς των Ιδουμαίων που τότε υπαγόταν στον Ιωσαφάτ. Ενθουσια­σμός λοιπόν μεγάλος.

Ο Ισραηλιτικός στρατός ετοιμάσθηκε και κατέβαινε προς τα νότια, για να ενωθή με τον στρατό τού Ιωσαφάτ. Η επίθεσις θα γινόταν από την πλευρά της Ιδουμαίας που βρισκόταν νότια της Μωάβ. Στην συνέ­χεια προστέθηκε και η δύναμις των Ιδουμαίων. Τρεις στρατοί, τρεις βασιλείς εβάδιζαν τώρα εναντίον των Μωαβιτών.

Η επίθεσις, σύμφωνα με την απόφασι τού βασιλέως τού Ισραήλ, θα γινόταν από τα νότια. Μπορούσε βέβαια να γίνη και από τα βόρεια. Φαίνεται πως έτσι θα ήταν απροσδόκητη, γι’ αυτό και προτιμήθηκε. Ωστόσο το πράγμα παρουσίαζε σοβαρές δυσκολίες, γιατί θα έπρεπε να διασχίσουν την έρημο της Ιδουμαίας, όπου θ' αντιμετώπιζαν έλλειψι νερού.

Επί έξι ημέρες πήγαιναν καλά. Δεν παρουσιάσθηκε κανένα πρό­βλημα. Την έβδομη όμως ημέρα δεν υπήρχε πουθενά νερό. Τα δοχεία, τα ασκιά, τα παγούρια... όλα άδεια. Δεξιά, αριστερά, ολόγυρα, έρημος και μόνο έρημος. Τίποτε δεν έδειχνε την παρουσία κάποιας πηγής. Κι' ο ουρανός από πάνω στεγνός και καυτερός. Τίποτε δεν προμήνυε βροχή. Διψούσαν οι βασιλείς, διψούσαν οι στρατιώτες, τα άλογα, οι γκαμήλες. Όλοι αναστέναζαν για λίγο νεράκι. Όλα τα ρήματα καταργήθηκαν κι' απέμεινε μόνο το «διψώ». Η απελπισία άπλωνε ήδη πάνω από το πο­λυπληθές στράτευμα τα μαύρα φτερά της.

Ο βασιλεύς τού Ισραήλ στο στρίμωγμα που βρέθηκε ένοιωσε κρίσι συνειδήσεως. Όλες οι ασέβειές του καθώς κι' εκείνες των γο­νέων του Αχαάβ και Ιεζάβελ, ήρθαν μπροστά του. Αισθανόταν ότι ήρ­θε η ώρα να πληρώση για την υποστήριξι προς την ειδωλολατρεία- και για το χρυσό δαμάλι που ανεχόταν να λατρεύη ο λαός του στην Σαμά­ρεια, στην θέσι τού Κυρίου. Γεμάτος ενοχή και απελπισία ανεφώνησε:

— Χανόμαστε! Μας έφερε εδώ ο Κύριος, τους τρεις βασιλείς, για να μας παραδώση στους Μωαβίτες!

Ο βασιλεύς όμως τού Ιούδα, που δεν «εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου», που δεν δέχθηκε δηλαδή στο βασίλειό του την ειδωλολατρεία, είχε διαφορετικές σκέψεις. Τα απειλητικά γεγονότα δεν τον εκλόνισαν. Σαν πιστός Ιουδαίος σκέφθηκε τον παντοδύναμο Θεό ο οποίος μπορούσε να βρίσκη διέξοδο στα αδιέξοδα. Αλλά για να επικοινωνήση με τον Θεό τού χρειαζόταν ένας προφήτης.

— Δεν υπάρχει πουθενά εδώ, ρώτησε, κάποιος προφήτης, ώστε να ζητήσουμε μέσω αυτού τον Κύριο.

Αν βρισκόταν προφήτης, τα σκοτεινά πράγματα θα φωτίζονταν. Κάποια ελπίδα θ' αναφαινόταν. Τελικά κάποιος από τους υπηρέτες τού Ιωράμ τον πληροφόρησε ότι υπάρχει ο Ελισαίος, ο αφωσιωμένος μαθητής και διάδοχος τού φλογερού προφήτου Ηλία. Σκίρτησε ο Ιω-σαφάτ που η πρόνοια τού Θεού έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε στις κρίσιμες αυτές στιγμές να υπάρχη ανάμεσά τους τόσο άγιος και ονομα­στός προφήτης.

— Αυτός, είπε, είναι στόμα τού Κυρίου.

Μαζί και οι τρεις βασιλείς ξεκίνησαν να τον συναντήσουν. Αισθά­νονταν σαν κατώτεροι που πήγαιναν παρακλητικά στον ανώτερο. Η συνάντησις δεν ήταν ευχάριστη για τον Ιωράμ, γιατί ο Ελισαίος τον έλεγξε δριμύτατα για την ασέβειά του.

— Πως έρχεσαι σε μένα; Ποια σχέσι υπάρχει ανάμεσα μας; Να πας στους προφήτες τού πατέρα σου και της μητέρας σου! (Πατέρας τού Ιωράμ, όπως είπαμε, ήταν ο Αχαάβ και μητέρα η Ιεζάβελ, η οποία μάλιστα ζητούσε να φονεύση τον δάσκαλο τού Ελισαίου, τον προφή­τη Ηλία).

Ο βασιλεύς κατάπιε όλο τον έλεγχο και ρώτησε Ικετευτικά:

— Είναι αλήθεια ότι ο Κύριος έφερε εδώ τους τρεις βασιλείς για να τους παραδώση στα χέρια των Μωαβιτών;

Ο προφήτης που ήταν πικραμένος από την ασεβή πολιτική τού Ιωράμ αποκρίθηκε:

— Ο Κύριος των δυνάμεων, ενώπιον τού οποίου εμφανίζομαι, εί­ναι ζωντανός. Και συ να έχης χάρι στον ευσεβή βασιλέα τού Ιούδα Ιωσαφάτ που τον εκτιμώ και τον σέβομαι. Διαφορετικά όχι μόνο δεν θ' απαντούσα στις ερωτήσεις σου, αλλά ούτε που θα σήκωνα τα μάτια να σε αντικρύσω.

Αφού έλεγξε τον υποστηρικτή της ειδωλολατρείας, ετοιμάσθηκε να επικοινωνήση με τον Θεό και να δεχθή τα μηνύματά του. Ζήτησε να τού φέρουν έναν μουσικό για να ανακρούση στο ψαλτήριο Ιερούς ύ­μνους, οπωσδήποτε κάποιους ψαλμούς τού Δαβίδ. Έπρεπε να δημιουργηθή ατμόσφαιρα ευλαβείας και κατανύξεως, ώστε να μπορέση εύκολα ν' ανεβάση το νου του στον Θεό και να λάβη την αποκάλυψι του ουρανού. Καθώς σκορπίζονταν οι γλυκιές και Ιερές μελωδίες τού ψαλτηρίου, «το χέρι τού Θεού έπιασε τον προφήτη», η χάρις δηλαδή του Κυρίου τον επισκέφθηκε και τού έβαλε στο στόμα τα θεϊκά λόγια:

— Σκάψτε σε τούτον τον ξηροπόταμο λάκκους. Λάκκους εδώ κι εκεί. Και δεν θα δήτε άνεμο και σύννεφα και βροχή, λέγει ο Κύριος, και όμως οι λάκκοι θα γεμίσουν νερό, για να πιείτε σεις και τα ζώα σας και να αναζωογονηθήτε. Αυτό όμως είναι το μικρό που θα σας δώση ο Κύριος. Υπάρχει όμως και το μεγάλο: με την επέμβασί του θα νικήσετε τους εχθρούς. Θα σάς παραδώση την Μωάβ στα χέρια σας.

Εδώ τελείωσε ο ιεροπρεπής και εντυπωσιακός λόγος τού προφή­του. Ο ουρανός έστελνε χαρούμενα και ελπιδοφόρα αγγέλματα. Χωρίς χρονοτριβή οι στρατιώτες μεταβλήθηκαν σε σκαφτιάδες. Κατά μήκος τού ξεροπόταμου έσκαβαν λάκκους. Όλο το «ουαντί» σκάφτηκε. («Ουαντί» λένε σ' αυτά τα ανατολίτικα μέρη τους ποταμούς σε κοιλάδα. Όταν βρέξη, όλη η κοιλάδα γίνεται ποταμός).

Οπωσδήποτε κάποιοι δύσπιστοι και κακόπιστοι θα διαμαρτύρον­ταν και θα σχολίαζαν δυσμενώς την κατάστασι.

— Τι περίεργες εντολές έδωσε αυτός ο προφήτης! Μα πως στο καλό θα μας σώσουν αυτοί οι λάκκοι! Ακατανόητα πράγματα. Να μας έλεγε να σκάβαμε ένα μεγάλο και βαθύ πηγάδι, θα ήταν λογικό, γιατί μπορεί προχωρώντας προς το βάθος να συναντούσαμε κάποια υπόγεια φλέβα...

Τέτοια και παρόμοια σχόλια γίνονταν. Κι όλοι περίμεναν τι θ' απογίνη. Αν κανείς έρριχνε κάποιο βλέμμα στους λάκκους, κατά την διάρκεια της νύχτας, θα τους έβρισκε άδειους. Αν επρόκειτο να γίνη κάποιο θαύμα, αργούσε. Αργούσε γιατί ακόμη δεν ήρθε η κατάλληλη ώρα. Η ώρα αυτή συνέπεσε με την πρωινή θυσία στο Ναό τού Σολομώντος. (Κάθε εσπέρας και κάθε πρωί στόν Ναό θυσιαζόταν καθημερι­νά ένας αμνός). Σε ιερή ώρα πραγματοποίησε ο Θεός το θαύμα.

Αλλά ας δούμε τι ακριβώς συνέβη:

Κατά την διάρκεια της νύχτας, μακρυά σε περιοχή της Ιδουμαίας, έπεσε βροχή, και οι ξηροπόταμοι άρχιζαν να κατεβάζουν νερό. Όταν ξημέρωσε και ήρθε η ώρα της πρωινής θυσίας, πέρασε το νερό και από το δικό τους ουαντί. Επειδή σταμάτησε εκεί μακρυά η βροχή, στα­μάτησε κι' εδώ να κυλάη το ρεύμα. Ωστόσο όλους τους λάκκους τους μετέβαλε σε πηγαδάκια.

Με αλλαλαγμούς χαράς, με υμνωδίες και δοξολογίες και ιερούς χορούς έτρεξαν στους λάκκους να ξεδιψάσουν και να πάρουν ζωή. Το ίδιο και τα πολυάριθμα ζώα. Πολύ μεγαλύνθηκε κι ο άνθρωπος τού Θεού, ο Ελισαίος. Και ο Κύριος πήρε μεγάλη δόξα από τον λαό. Μερι­κοί ευαίσθητοι στα πνευματικά θα παρετήρησαν:

— Ο Θεός μπορούσε να την ρίξη κι εδώ την βροχή, αλλά δεν το θέλησε για να μη μουσκέψουμε και λασπώσουμε. Η δωρεά του ήταν τέλεια κατά πάντα.

Η ανατολή της καινούργιας ημέρας ήταν χάραμα ζωής. Αλλά οι λάκκοι με το νερό έπαιξαν διπλό ρόλο. Στους μεν χάρισαν ζωή, στους δε θάνατο. Ενώ για τους Ισραηλίτες και τους συμμάχους των υπήρξαν πηγές ζωής, για τους Μωαβίτες απέβησαν αίτιες θανάτου. Θαυμαστό! Πολλές φορές το ίδιο πράγμα τον ένα τον ζωογονεί και τον άλλο τον θανατώνει. Τώρα ενθυμούμαι κάποιο λόγο τού Αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, που λέει πως ο Θεός στον μέλλοντα αιώνα στους μεν δι­καίους θα φαίνεται φως, στους δε αμαρτωλούς σκότος.

Ας εξηγήσουμε τι έγινε με τους Μωαβίτες. Καθώς πρόβαλλε κοκ­κινωπός στον ανατολικό ορίζοντα ο ήλιος και καθώς οι ακτίνες του χτύ­πησαν στα νερά των λάκκων, από την θέσι των Μωαβιτών τα νερά φαίνονταν σαν αίμα. «Καθώς ανέτειλεν ο ήλιος επί τα ύδατα, είδον οι Μωαβίται εκ τού απέναντι τα ύδατα κόκκινα ως αίμα» (στ. 22). Που να υποπτευθούν οι Μωαβίτες ότι σ' αυτόν τον ξερότοπο είχαν σκαφτή λάκκοι κι ότι γέμισαν νερό στο οποίο αντανακλόταν ο ερυθρός ήλιος τού όρθρου. Δεν γινόταν επ' ουδενί λόγω να βάλουν στο μυαλό τους μία τέτοια Ιδέα. Κάτι άλλο ήταν φυσικό και λογικό να σκεφθούν ότι οι τρεις βασιλείς ήρθαν σε σύγκρουσι μεταξύ τους και αλληλοσφάχθηκαν και γέμισε η περιοχή αίματα.

Και οι σκέψεις τους προχώρησαν συμφεροντολογικά. «Αφού σφάχθηκαν, ευκαιρία να τρέξουμε και να μαζέψουμε λάφυρα». Και δό­θηκε το ευχάριστο σύνθημα:

— Εμπρός, Μωαβίτες, να λαφυραγωγήσουμε!

Εδώ είναι να θαυμάζη κανείς. Όταν κάπου πέση η ευλογία τού Θεού όλα πηγαίνουν κατ' ευχήν και από τα ανάποδα ακόμη βγαίνει καλό. Όταν όμως κάποιον τον εγκαταλείψη, όλα τού πηγαίνουν άσχημα, ακόμη και τα νομιζόμενα ευχάριστα, καταλήγουν σε καταστροφή του.

Οι Μωαβίτες ήταν καλά ωχυρωμένοι σε υψηλά μέρη και υπήρχε πρόβλημα για τους τρεις βασιλείς να τους αντιμετωπίσουν στα οχυρά τους. Και να τώρα, που μόνοι τους εγκαταλείπουν την ασφάλειά τους και κατεβαίνουν. Και μάλιστα χωρίς σπουδαίο εξοπλισμό, αφού πήγαι­ναν για λαφυραγώγησι και όχι για σύγκρουσι. Ίσως να κατέβαιναν και εντελώς άοπλοι.

Με ενθουσιασμό και αλαλαγμούς χαράς έτρεχαν οι άντρες της Μωάβ προς το στρατόπεδο των εχθρών τους, περιμένοντας να δουν την γη γεμάτη πτώματα. Ο καθένας σκεπτόταν τι λάφυρα θα κατα­κτούσε. Συνέβη όμως το εντελώς αντίθετο. Αναζωογονημένοι οι Ισραηλίτες και οι σύμμαχοί τους από το άφθονο νερό και ενισχυμένοι ψυχικά από την εκδήλωσι της θείας επεμβάσεως, ώρμησαν με δύναμι εναντίον τους, τους αναχαίτισαν και τους έτρεψαν σε φυγή. «Επάταξαν τούς Μωαβίτας, ώστε έφυγον από προσώπου αυτών. Και κτυπώντες τούς Μωαβίτας εισήλθον εις την γην αυτών» (στ. 24). Μάλιστα, «επάταξαν την Μωάβ!» Με την ίδια ορμή σκόρπισαν την κατα­στροφή στις πηγές, στα χωράφια, στα δένδρα και στις πόλεις. Έτσι αντί να λεηλατηθή το Ισραηλιτικό στρατόπεδο απλώθηκε η καταστροφή και ο αφανισμός στην Μωαβιτική χώρα.

   Το διήγημα αυτό, αν το φιλοσοφήσουμε, προσφέρει πολλά διδάγματα. Μοιάζει με φρούτο που όσο περισσότερο το στίβουμε, τόσους περισσότερους χυμούς δίνει.

Το στράτευμα των τριών βασιλέων, όπως είδαμε, αντιμετώπισε μια απελπιστική κατάστασι, καθώς βρέθηκε χωρίς νερό. Με τα ανθρώπινα δεδομένα δεν υπήρχε καμμία βοήθεια και καμμία λύσις. Η δίψα θα τους ωδηγούσε όλους στον θάνατο.

Ένα παρόμοιο γεγονός μπορεί ν' αντιμετωπίση ο καθένας μας. Έρχονται περιστάσεις όπου διάφορες καταστάσεις μας σφίγγουν και από πουθενά δεν ξεπροβάλλει κάποια λύσις. Μπορεί ν' αντιμετωπίσου­με ένα άλυτο οικονομικό πρόβλημα ή ένα πρόβλημα που αφορά την υγεία μας ή την υπόληψί μας ή το επάγγελμά μας. Άλλοτε το πρόβλημα είναι ατομικό, άλλοτε οικογενειακό, άλλοτε εθνικό. Σ' αυτές τις δύσκολες περιστάσεις εμφανίζεται μπροστά μας η τραγική μορφή της απελπισίας, η οποία σαν μέγαιρα κρατάει το μαστίγιο και μας χτυπάει. Αυτό το είδα­με στην διήγησί μας στο πρόσωπο τού βασιλέως Ιωράμ. Μη διακρί­νοντας καμμία διέξοδο έγινε έρμαιο της απελπισίας κι έβλεπε νοερώς τους τρεις στρατούς να παραδίνωνται στην ψυχρή αγκάλη τού θανά­του. Η απελπισία τον μαστίγωνε ανηλεώς.

Ο Ιωράμ αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο που όλα τα ζυγίζει με τα ανθρώπινα μέτρα και σταθμά. «Αφού —σου λέει— βρύσι δεν υπάρχει, πηγάδι δεν φαίνεται, σύννεφα απουσιάζουν, έληξε το θέμα. Όλοι μας θα πεθάνουμε από δίψα». Και παραδίνεται σιδηροδέσμιος στην απελπι­σία. Εδώ βλέπουμε μία μητέρα και μία θυγατέρα. Μητέρα, το να στηρί­ζεσαι στην ανθρώπινη λογική και δύναμι και θυγατέρα, το να βυθίζε­σαι στην απελπισία. Η πρώτη κατάστασις γεννάει την δεύτερη.

Από το άλλο μέρος ο βασιλεύς Ιωσαφάτ μας δείχνει τον άνθρω­πο της πίστεως. Γι’ αυτόν υπάρχει και κάτι πιο πέρα και πιο πάνω από τις ανθρώπινες δυνατότητες. Βλέπει πάνω από τον ανίσχυρο άνθρωπο τον παντοδύναμο Θεό, που μπορεί στ' αδιάβατα μέρη να βρίσκη διάβασι. Έτσι η ψυχή του εναγκαλίζεται την ελπίδα. Σκέφτεται: «Δεν υπάρχει βέβαια βρύσι ή πηγάδι ή συννεφιασμένος ουρανός, αλλά υπάρχει Αυ­τός που δημιούργησε το νερό, τις πηγές και τα σύννεφα. Αυτός που μπορεί μ’ ένα του νεύμα να μεταβάλλη τις ερημιές σε ολόδροσα περι­βόλια. Αυτός που πηγάζει νερό από τον βράχο».

Αλλά και ένα άλλο σπουδαίο σημείο πρέπει να θίξουμε. Όταν κά­ποιος πρέπει να εξοφλήση κάποια χρέη και να υποστή κάποια τιμωρία, τότε παραδίνεται στα χέρια της πλάνης. Προβαίνει σε πλανεμένες εκτι­μήσεις, σε λάθη, και σπρώχνεται στην καταστροφή. Αυτό το είδαμε στους Μωαβίτες οι οποίοι βαρύνονταν από μεγάλες πατρογονικές αμαρτίες και από δικές τους· οι οποίοι ασπάσθηκαν μία απαίσια ειδωλο­λατρική θρησκεία. Τους μπήκε η ιδέα ότι έβλεπαν αίματα και ότι οι εχθροί τους αλληλοσφάχθηκαν. Πολλές περιπτώσεις υπάρχουν στην Αγία Γραφή, όπου άνθρωποι άξιοι τιμωρίας καταλαμβάνονται από μια πλανεμένη ιδέα που τους οδηγεί στην απώλεια.

Ο στρατός των τριών βασιλέων παρ' όλη την δυσχερή θέσι στην οποία βρέθηκε, νίκησε. Γιατί; Διότι με πίστι κι ελπίδα κατέφυγε στον παντοδύναμο Θεό. Έτσι όλα έρχονταν ευνοϊκά γι' αυτόν και ανάποδα για τους Μωαβίτες. Μερικά πηγαδάκια, μια βροχή και τίποτε περισσότερο στάθηκαν ικανά, από το ένα μέρος να οδηγήσουν στην ζωή τους Ισραηλίτες, και από το άλλο στην καταστροφή τους Μωαβίτες. Ο Θεός βρίσκει πάντα τρόπους να σώζη από κινδύνους και δυσχέρειες όσους καταφεύγουν σ' αυτόν. Ελπίδα λοιπόν στον Θεό. Όπως λέει και κάποια ποιητική στροφή, «δεν χάνεται στον κόσμο ποτέ του όποιος ελπίζει, ποτέ του όποιος πετά με της ελπίδας τα φτερά».

Σ' όλη την ευνοϊκή για τους Ισραηλίτες έκβασι των πραγμάτων διεδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο, ένας άγιος άνθρωπος, ο προφήτης Ελισαίος. Χωρίς αυτόν τα πράγματα θα ήταν δύσκολα. Δια μέσου αυτού ο Θεός εκδήλωσε την βοήθειά του. Αμέτρητες είναι οι περιπτώ­σεις στην Γραφή που ο Θεός φανερώνεται στον λαό του δια μέσου κά­ποιου προσώπου που λέγεται άνθρωπος τού Θεού, φίλος τού Θεού. Πόσο άδικο λοιπόν έχουν εκείνοι που απορρίπτουν τους Ιερείς, τους γέροντες, τους στάρετς, τους αγίους, τους θεοφόρους και νομίζουν ότι μόνοι τους μπορούν να επικοινωνούν με τον Θεό και να λύνουν κάθε ζήτημά τους.

Ο Ελισαίος, για να επικοινωνήση με τον Ουρανό, χρησιμοποίη­σε την Ιερή υμνωδία. Εζήτησε να τού παίξουν θρησκευτικούς ψαλ­μούς. Αυτό θα πη ότι και σήμερα οι Χριστιανοί, κάτω από τους θόλους των Ναών, ενώ αντηχούν στ' αυτιά τους οι ωραίοι εκκλησιαστικοί ύ­μνοι, δέχονται πιο εύκολα την επίσκεψι της θείας χάριτος στις καρδιές τους. Ποιος μπορεί να εξιστορήση τις θεϊκές αλλοιώσεις που έλαβαν χώρα στις ψυχές των εκκλησιαζομένων κατά την διάρκεια της λατρευ­τικής συνάξεως, καθ' ον χρόνον «έψαλλεν ο ψάλλων»!

Αλήθεια, πόσο σπουδαία διδάγματα δεν μας έδωσε η διήγησις αυτή με την επανάστασι των Μωαβιτών! Όλες οι σελίδες της Γραφής παρέχουν εκλεκτό άρτο, ο οποίος «στηρίζει καρδίαν ανθρώπου». Είθε να το συνειδητοποιήσουν αυτό τόσοι συνάνθρωποί μας που τρέφονται με άχυρα και με σκουπίδια, τόσοι συνάνθρωποί μας που περιφρονούν την κλήσι στο δείπνο τού μεγάλου Βασιλέως. Ο Θεός να δώση.



(*) Ο Μωσά (ή Μησά ή Μεσά) έχει καταστή περίφημος για την ομώνυμο του στήλη ή αλλιώς την «μωαβίτιν στήλην» που ανακαλύφθηκε το 1868 μ.Χ. στην Δαιβών, την πρωτεύουσα των Μωαβιτών, και βρίσκεται στο μουσείο τού Λούβρου. Είναι γραμ­μένη σε μωαβιτική γλώσσα και αναφέρει τα ανδραγαθήματα τού Μωσά κατά των Ισραηλιτών με την βοήθεια τού Θεού Χεμώς. Σ' αυτόν τον Χεμώς είναι αφιερωμένη η στήλη. Παρέχει δείγμα πολύ αρχαίου αλφαβητικού συστήματος. Τα γράμματα ομοιά­ζουν με τα εβραϊκά. Θεωρείται από τα πιο σπουδαία αρχαιολογικά τεκμήρια που βρέθη­καν στην Παλαιστίνη, αφού γράφθηκε το 890 π.Χ


Από το βιβλίο: ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου